- ποδαλγῷ
- ποδαλγόςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδαλγώ — άω, Α [ποδαλγής] μού πονούν τα πόδια, πάσχω από ποδάγρα … Dictionary of Greek